καταψύκτης

καταψύκτης
ο [καταψύχω]
συσκευή με την οποία καταψύχονται τρόφιμα για μακροχρόνια συντήρηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταψύκτης — ο ηλεκτρική συσκευή που δημιουργεί μεγάλη ψύξη και χρησιμοποιείται για την κατάξυψη των τροφίμων (κρεάτων, λαχανικών κτλ.), με σκοπό τη συντήρησή τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατάψυξη — Υπερβολική ψύξη σε θερμοκρασίες μικρότερες των 0°C, με σκοπό τη διατήρηση διαφόρων ουσιών, με ιδιαίτερη έμφαση στη συντήρηση τροφίμων. Αν και η ποιότητα πολλών τροφίμων μειώνεται με την κ., τα περισσότερα διατηρούνται ικανοποιητικά (ακολουθώντας… …   Dictionary of Greek

  • ψύκτης — ο, Ν 1. ο θάλαμος κατάψυξης τού ψυγείου 2. οικιακή συσκευή κατάψυξης και διατήρησης τροφίμων, καταψύκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψύχω (ΙΙ) + επίθημα της*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”